στραγγαλισμό

στραγγαλισμό
τό
1) удушение (свободы и т. п.);

στραγγαλισμό της αλήθειας — а) искажение истины; — б) зажимание рта, зажим критики;

2) вывих

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στραγγαλισμό" в других словарях:

  • αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… …   Dictionary of Greek

  • αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… …   Dictionary of Greek

  • αποστραγγαλίζω — ἀποστραγγαλίζω (Α) φονεύω κάποιον με στραγγαλισμό, πνίγω …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • εκτονωτήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υποβιβασμό της πίεσης ενός ρευστού σε κάποιο σημείο της διαδρομής του είτε κατά την είσοδο είτε κατά την έξοδό του από έναν κλειστό χώρο. Ο ε. έχει ως προορισμό τη διατήρηση της πίεσης σε σταθερή τιμή, όπως… …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστής — ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν 1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό 2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστικός — ή, ό, Ν [στραγγαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στραγγαλισμό, στον στραγγαλιστή, ή στον στραγγαλιστήρα 2. φρ. «στραγγαλιστικό πηνίο» (ηλεκτρ.) πηνίο με πολλές σπείρες και σιδερένιο πυρήνα το οποίο συνδέεται κατά σειρά σε ένα κύκλωμα… …   Dictionary of Greek

  • Αγησιστράτη — (3ος αι. π.Χ.).Μητέρα του βασιλιά της Σπάρτης Άγη Δ’. Η Α. βοήθησε τον γιο της στις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες αλλά θανατώθηκε με στραγγαλισμό όταν υπερίσχυσαν οι αντίπαλοι …   Dictionary of Greek

  • Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… …   Dictionary of Greek

  • Αλεμδάρ ή Βαϊρακτάρ — (1750 – 1808). Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός, που συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωτών του νεοτουρκισμού. Ως στρατιωτικός έφτασε στον βαθμό του στρατηγού και νίκησε τους Ρώσους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1795). Το 1808 ηγήθηκε επανάστασης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»